Translation meaning & definition of the word "lawful" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νόμος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lawful
[Νόμιμος]/lɔfəl/
adjective
1. Conformable to or allowed by law
- "Lawful methods of dissent"
- synonym:
- lawful
1. Συμμορφώνεται ή επιτρέπεται από το νόμο
- "Νόμιμες μέθοδοι διαφωνίας"
- συνώνυμο:
- νόμιμος
2. According to custom or rule or natural law
- synonym:
- lawful ,
- rule-governed
2. Σύμφωνα με το έθιμο ή τον κανόνα ή το φυσικό δίκαιο
- συνώνυμο:
- νόμιμος ,
- κυβερνώ
3. Having a legally established claim
- "The legitimate heir"
- "The true and lawful king"
- synonym:
- true(a) ,
- lawful ,
- rightful(a)
3. Έχοντας νομικά καθιερωμένη αξίωση
- "Ο νόμιμος κληρονόμος"
- "Ο αληθινός και νόμιμος βασιλιάς"
- συνώνυμο:
- αληθινός( ,
- νόμιμος ,
- δικαιωματικά(
4. Authorized, sanctioned by, or in accordance with law
- "A legitimate government"
- synonym:
- lawful ,
- legitimate ,
- licit
4. Εξουσιοδοτημένος, κυρωμένος από, ή σύμφωνα με το νόμο
- "Νόμιμη κυβέρνηση"
- συνώνυμο:
- νόμιμος ,
- λειχήνασ
Examples of using
He recognized his son as lawful heir.
Αναγνώρισε το γιο του ως νόμιμο κληρονόμο.
He is the lawful owner of the company.
Είναι ο νόμιμος ιδιοκτήτης της εταιρείας.