Translation meaning & definition of the word "law" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νόμος" στην ελληνική γλώσσα
Law
[Νόμος]noun
1. The collection of rules imposed by authority
- "Civilization presupposes respect for the law"
- "The great problem for jurisprudence to allow freedom while enforcing order"
- synonym:
- law ,
- jurisprudence
1. Η συλλογή των κανόνων που επιβάλλονται από την αρχή
- "Ο πολιτισμός προϋποθέτει σεβασμό στο νόμο"
- "Το μεγάλο πρόβλημα της νομολογίας να επιτρέπει την ελευθερία ενώ επιβάλλει την τάξη"
- συνώνυμο:
- νόμος ,
- νομολογία
2. Legal document setting forth rules governing a particular kind of activity
- "There is a law against kidnapping"
- synonym:
- law
2. Νομικό έγγραφο που ορίζει κανόνες που διέπουν ένα συγκεκριμένο είδος δραστηριότητας
- "Υπάρχει νόμος κατά της απαγωγής"
- συνώνυμο:
- νόμος
3. A rule or body of rules of conduct inherent in human nature and essential to or binding upon human society
- synonym:
- law ,
- natural law
3. Ένας κανόνας ή ένα σώμα κανόνων συμπεριφοράς εγγενών στην ανθρώπινη φύση και απαραίτητος στην ανθρώπινη κοινωνία ή δέσμευση
- συνώνυμο:
- νόμος ,
- φυσικό δίκαιο
4. A generalization that describes recurring facts or events in nature
- "The laws of thermodynamics"
- synonym:
- law ,
- law of nature
4. Μια γενίκευση που περιγράφει επαναλαμβανόμενα γεγονότα ή γεγονότα στη φύση
- "Οι νόμοι της θερμοδυναμικής"
- συνώνυμο:
- νόμος ,
- νόμος της φύσης
5. The branch of philosophy concerned with the law and the principles that lead courts to make the decisions they do
- synonym:
- jurisprudence ,
- law ,
- legal philosophy
5. Ο κλάδος της φιλοσοφίας ασχολείται με το νόμο και τις αρχές που οδηγούν τα δικαστήρια να λάβουν τις αποφάσεις που λαμβάνουν
- συνώνυμο:
- νομολογία ,
- νόμος ,
- νομική φιλοσοφία
6. The learned profession that is mastered by graduate study in a law school and that is responsible for the judicial system
- "He studied law at yale"
- synonym:
- law ,
- practice of law
6. Το μαθημένο επάγγελμα που κατακτάται από μεταπτυχιακές σπουδές σε νομική σχολή και είναι υπεύθυνη για το δικαστικό σύστημα
- "Σπούδασε νομικά στο γέιλ"
- συνώνυμο:
- νόμος ,
- πρακτική του νόμου
7. The force of policemen and officers
- "The law came looking for him"
- synonym:
- police ,
- police force ,
- constabulary ,
- law
7. Η δύναμη των αστυνομικών και των αξιωματικών
- "Ο νόμος ήρθε να τον αναζητήσει"
- συνώνυμο:
- αστυνομία ,
- αστυνομική δύναμη ,
- σταθεροποίηση ,
- νόμος