Translation meaning & definition of the word "lavishly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καλά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lavishly
[Λαχταριστά]/lævɪʃli/
adverb
1. In a wasteful manner
- "The united states, up to the 1920s, used fuel lavishly, mainly because it was so cheap"
- synonym:
- extravagantly ,
- lavishly
1. Με σπάταλο τρόπο
- "Οι ηνωμένες πολιτείες, μέχρι τη δεκαετία του 1920, χρησιμοποιούσαν πλούσια καύσιμα, κυρίως επειδή ήταν τόσο φθηνό"
- συνώνυμο:
- υπερβολικά ,
- πλούσια
2. In a rich and lavish manner
- "Lavishly decorated"
- synonym:
- lavishly ,
- richly ,
- extravagantly
2. Με πλούσιο και πλούσιο τρόπο
- "Ευαίσθητα διακοσμημένο"
- συνώνυμο:
- πλούσια ,
- υπερβολικά