Translation meaning & definition of the word "lave" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αφήστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lave
[Λαβ]/lev/
verb
1. Wash or flow against
- "The waves laved the shore"
- synonym:
- lave ,
- lap ,
- wash
1. Πλύνετε ή να παραδώσετε
- "Τα κύματα πλαισίωσαν την ακτή"
- συνώνυμο:
- λέιβ ,
- περιπλανώμαι ,
- πλένω
2. Cleanse (one's body) with soap and water
- synonym:
- wash ,
- lave
2. Καθαρίστε το σώμα του ( με σαπούνι και νερό
- συνώνυμο:
- πλένω ,
- λέιβ
3. Wash one's face and hands
- "She freshened up in the bathroom"
- synonym:
- wash up ,
- lave
3. Πλύνετε το πρόσωπο και τα χέρια ενός ατόμου
- "Φρεσκάρεται στο μπάνιο"
- συνώνυμο:
- ξεπλένω ,
- λέιβ