Translation meaning & definition of the word "laureate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βραβευμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Laureate
[Βερατώδησ]/lɔriət/
noun
1. Someone honored for great achievements
- Figuratively someone crowned with a laurel wreath
- synonym:
- laureate
1. Κάποιος τιμάται για μεγάλα επιτεύγματα
- Μεταφορικά κάποιος στέφθηκε με δάφνη στεφάνι
- συνώνυμο:
- βραβευμένοσ
adjective
1. Worthy of the greatest honor or distinction
- "The nation's pediatrician laureate is preparing to lay down his black bag"- james traub
- synonym:
- laureate
1. Αξίζει τη μεγαλύτερη τιμή ή διάκριση
- "Ο παιδίατρος του έθνους ετοιμάζεται να βάλει τη μαύρη του τσάντα" - τζέιμς τραούμπ
- συνώνυμο:
- βραβευμένοσ