Translation meaning & definition of the word "launder" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραμονή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Launder
[Πλύνω]/lɔndər/
verb
1. Cleanse with a cleaning agent, such as soap, and water
- "Wash the towels, please!"
- synonym:
- wash ,
- launder
1. Καθαρίστε με ένα προϊόν καθαρισμού, όπως το σαπούνι και το νερό
- "Πλύνετε τις πετσέτες, παρακαλώ!"
- συνώνυμο:
- πλένω ,
- ξέπλυμα
2. Convert illegally obtained funds into legal ones
- synonym:
- launder
2. Μετατροπή παράνομα αποκτηθέντων κεφαλαίων σε νόμιμα
- συνώνυμο:
- ξέπλυμα