Translation meaning & definition of the word "laughingstock" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γελώντας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Laughingstock
[Γελώντασ]/læfɪŋstɑk/
noun
1. A victim of ridicule or pranks
- synonym:
- butt ,
- goat ,
- laughingstock ,
- stooge
1. Θύμα γελοιοποίησης ή φάρσας
- συνώνυμο:
- πισινός ,
- κατσίκα ,
- περίγελος ,
- παραπαίω