Translation meaning & definition of the word "laud" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξαπάτηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Laud
[Λαούντ]/lɔd/
verb
1. Praise, glorify, or honor
- "Extol the virtues of one's children"
- "Glorify one's spouse's cooking"
- synonym:
- laud ,
- extol ,
- exalt ,
- glorify ,
- proclaim
1. Δόξα, δόξα ή τιμή
- "Εξαλείψτε τις αρετές των παιδιών κάποιου"
- "Χλωρίστε το μαγείρεμα του συζύγου"
- συνώνυμο:
- λαούντ ,
- εξωθώ ,
- υψώνω ,
- δοξάζω ,
- διακηρύσσω