Translation meaning & definition of the word "latitude" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γεωγραφικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Latitude
[Γεωγραφικό πλάτος]/lætətud/
noun
1. The angular distance between an imaginary line around a heavenly body parallel to its equator and the equator itself
- synonym:
- latitude
1. Η γωνιακή απόσταση μεταξύ μιας φανταστικής γραμμής γύρω από ένα ουράνιο σώμα παράλληλα με τον ισημερινό του και τον ίδιο τον ισημερινό
- συνώνυμο:
- γεωγραφικό πλάτος
2. Freedom from normal restraints in conduct
- "The new freedom in movies and novels"
- "Allowed his children considerable latitude in how they spent their money"
- synonym:
- latitude
2. Ελευθερία από τους κανονικούς περιορισμούς στη συμπεριφορά
- "Η νέα ελευθερία στις ταινίες και τα μυθιστορήματα"
- "Επέτρεψε στα παιδιά του σημαντικό γεωγραφικό πλάτος για το πώς ξόδεψαν τα χρήματά τους"
- συνώνυμο:
- γεωγραφικό πλάτος
3. An imaginary line around the earth parallel to the equator
- synonym:
- latitude ,
- line of latitude ,
- parallel of latitude ,
- parallel
3. Μια φανταστική γραμμή γύρω από τη γη παράλληλη με τον ισημερινό
- συνώνυμο:
- γεωγραφικό πλάτος ,
- γραμμή γεωγραφικού πλάτους ,
- παράλληλος του γεωγραφικού πλάτους ,
- παράλληλοσ
4. Scope for freedom of e.g. action or thought
- Freedom from restriction
- synonym:
- latitude
4. Πεδίο εφαρμογής για την ελευθερία π.χ. δράσης ή σκέψης
- Ελευθερία από περιορισμούς
- συνώνυμο:
- γεωγραφικό πλάτος