Translation meaning & definition of the word "latex" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λάτεξ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Latex
[Λάτεξ]/letɛks/
noun
1. A milky exudate from certain plants that coagulates on exposure to air
- synonym:
- latex
1. Ένα γαλακτώδες εξίδρωμα από ορισμένα φυτά που πήζει κατά την έκθεση στον αέρα
- συνώνυμο:
- λάτεξ
2. A water-base paint that has a latex binder
- synonym:
- latex paint ,
- latex ,
- rubber-base paint
2. Ένα χρώμα με βάση το νερό που έχει ένα συνδετικό λάτεξ
- συνώνυμο:
- λατέξ χρώμα ,
- λάτεξ ,
- βαφή με λάστιχο