Translation meaning & definition of the word "latest" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τελευταία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Latest
[Τελευταία]/letəst/
noun
1. The most recent news or development
- "Have you heard the latest?"
- synonym:
- latest
1. Τα πιο πρόσφατα νέα ή εξέλιξη
- "Έχετε ακούσει το τελευταίο?"
- συνώνυμο:
- τελευταίος
adjective
1. Up to the immediate present
- Most recent or most up-to-date
- "The news is up-to-the-minute"
- "The very latest scientific discoveries"
- synonym:
- up-to-the-minute ,
- latest
1. Μέχρι το άμεσο παρόν
- Πιο πρόσφατη ή πιο ενημερωμένη
- "Η είδηση είναι επίκαιρη"
- "Οι τελευταίες επιστημονικές ανακαλύψεις"
- συνώνυμο:
- επάνω στο λεπτό ,
- τελευταίος
2. In the current fashion or style
- synonym:
- latest ,
- a la mode(p) ,
- in style(p) ,
- in vogue(p) ,
- modish
2. Με την τρέχουσα μόδα ή στυλ
- συνώνυμο:
- τελευταίος ,
- α λα λειτουργία() ,
- στυλ() ,
- στο βογκ() ,
- τροποποιώ
Examples of using
Is this the latest model cash register?
Είναι αυτό το τελευταίο μοντέλο ταμειακών μηχανημάτων?
Tom didn't respond to my latest letter.
Ο Τομ δεν απάντησε στην τελευταία μου επιστολή.
What's the latest news?
Ποια είναι τα τελευταία νέα?