Translation meaning & definition of the word "latent" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "λανθάνων" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Latent
[Λανθάνουσα]/letənt/
adjective
1. Potentially existing but not presently evident or realized
- "A latent fingerprint"
- "Latent talent"
- synonym:
- latent
1. Δυνητικά υπάρχον αλλά όχι επί του παρόντος εμφανές ή πραγματοποιημένο
- "Ένα λανθάνον αποτύπωμα"
- "Λανθάνον ταλέντο"
- συνώνυμο:
- λανθάνουσα
2. (pathology) not presently active
- "Latent infection"
- "Latent diabetes"
- synonym:
- latent
2. (παθολογία) δεν είναι επί του παρόντος ενεργή
- "Λανθάνουσα μόλυνση"
- "Λανθάνων διαβήτης"
- συνώνυμο:
- λανθάνουσα
Examples of using
There are many latent gays among rampant homophobes.
Υπάρχουν πολλοί λανθάνοντες γκέι μεταξύ των αχαλίνωτων ομοφοβικών.