Translation meaning & definition of the word "late" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αργά" στην ελληνική γλώσσα
Late
[Αργά]adjective
1. Being or occurring at an advanced period of time or after a usual or expected time
- "Late evening"
- "Late 18th century"
- "A late movie"
- "Took a late flight"
- "Had a late breakfast"
- synonym:
- late
1. Όντας ή εμφανίζεται σε προχωρημένο χρονικό διάστημα ή μετά από ένα συνηθισμένο ή αναμενόμενο χρονικό διάστημα
- "Αργά το βράδυ"
- "Τέλη 18ου αιώνα"
- "Μια καθυστερημένη ταινία"
- "Πήρα μια καθυστερημένη πτήση"
- "Είχα αργά το πρωινό"
- συνώνυμο:
- αργά
2. After the expected or usual time
- Delayed
- "A belated birthday card"
- "I'm late for the plane"
- "The train is late"
- "Tardy children are sent to the principal"
- "Always tardy in making dental appointments"
- synonym:
- belated ,
- late ,
- tardy
2. Μετά την αναμενόμενη ή τη συνηθισμένη ώρα
- Καθυστερημένος
- "Καθυστερημένη κάρτα γενεθλίων"
- "Αργεί για το αεροπλάνο"
- "Το τρένο αργεί"
- "Τα αργά παιδιά στέλνονται στον διευθυντή"
- "Πάντα αργά στην πραγματοποίηση οδοντιατρικών ραντεβού"
- συνώνυμο:
- καθυστερημένη ,
- αργά ,
- απαξιωτικόσ
3. Of the immediate past or just previous to the present time
- "A late development"
- "Their late quarrel"
- "His recent trip to africa"
- "In recent months"
- "A recent issue of the journal"
- synonym:
- late(a) ,
- recent
3. Του άμεσου παρελθόντος ή ακριβώς πριν από την παρούσα εποχή
- "Καθυστερημένη εξέλιξη"
- "Η καθυστερημένη διαμάχη" τους"
- "Το πρόσφατο ταξίδι του στην αφρική"
- "Τους τελευταίους μήνες"
- "Πρόσφατο τεύχος του περιοδικού"
- συνώνυμο:
- λεϊ() ,
- πρόσφατος
4. Having died recently
- "Her late husband"
- synonym:
- late(a)
4. Πέθανε πρόσφατα
- "Ο αείμνηστος σύζυγός της"
- συνώνυμο:
- λεϊ()
5. Of a later stage in the development of a language or literature
- Used especially of dead languages
- "Late greek"
- synonym:
- late
5. Μεταγενέστερο στάδιο στην ανάπτυξη μιας γλώσσας ή λογοτεχνίας
- Χρησιμοποιείται ειδικά σε νεκρές γλώσσες
- "Τελευταία ελληνική"
- συνώνυμο:
- αργά
6. At or toward an end or late period or stage of development
- "The late phase of feudalism"
- "A later symptom of the disease"
- "Later medical science could have saved the child"
- synonym:
- late ,
- later(a)
6. Σε ή προς το τέλος ή την καθυστερημένη περίοδο ή το στάδιο ανάπτυξης
- "Η ύστερη φάση της φεουδαρχίας"
- "Μεταγενέστερο σύμπτωμα της νόσου"
- "Η αργότερα ιατρική επιστήμη θα μπορούσε να σώσει το παιδί"
- συνώνυμο:
- αργά ,
- λατερίσ()
7. (used especially of persons) of the immediate past
- "The former president"
- "Our late president is still very active"
- "The previous occupant of the white house"
- synonym:
- former(a) ,
- late(a) ,
- previous(a)
7. (χρησιμοποιείται ειδικά για πρόσωπα) του άμεσου παρελθόντος
- "Ο πρώην πρόεδρος"
- "Ο αργοπορημένος πρόεδρός μας εξακολουθεί να είναι πολύ δραστήριος"
- "Ο προηγούμενος κάτοικος του λευκού οίκου"
- συνώνυμο:
- πρωτ( ,
- λεϊ() ,
- προηγούμενο()
adverb
1. Later than usual or than expected
- "The train arrived late"
- "We awoke late"
- "The children came late to school"
- "Notice came so tardily that we almost missed the deadline"
- "I belatedly wished her a happy birthday"
- synonym:
- late ,
- belatedly ,
- tardily
1. Αργότερα από το συνηθισμένο ή από το αναμενόμενο
- "Το τρένο έφτασε αργά"
- "Ξυπνήσαμε αργά"
- "Τα παιδιά πήγαν αργά στο σχολείο"
- "Η σχολή ήρθε τόσο αργά που σχεδόν χάσαμε την προθεσμία"
- "Καθυστερημένα της ευχήθηκα καλά γενέθλια"
- συνώνυμο:
- αργά ,
- καθυστερημένα ,
- βραδεία
2. To an advanced time
- "Deep into the night"
- "Talked late into the evening"
- synonym:
- deep ,
- late
2. Σε προχωρημένο χρόνο
- "Βαθιά μέσα στη νύχτα"
- "Μιλούσε αργά το βράδυ"
- συνώνυμο:
- βαθύς ,
- αργά
3. At an advanced age or stage
- "She married late"
- "Undertook the project late in her career"
- synonym:
- late
3. Σε προχωρημένη ηλικία ή στάδιο
- "Παντρεύτηκε αργά"
- "Κατάλαβε το έργο αργά στην καριέρα της"
- συνώνυμο:
- αργά
4. In the recent past
- "He was in paris recently"
- "Lately the rules have been enforced"
- "As late as yesterday she was fine"
- "Feeling better of late"
- "The spelling was first affected, but latterly the meaning also"
- synonym:
- recently ,
- late ,
- lately ,
- of late ,
- latterly
4. Στο πρόσφατο παρελθόν
- "Ήταν πρόσφατα στο παρίσι"
- "Τον τελευταίο καιρό εφαρμόστηκαν οι κανόνες"
- "Αργά από χθες ήταν μια χαρά"
- "Νιώθεις καλύτερα αργά"
- "Η ορθογραφία επηρεάστηκε για πρώτη φορά, αλλά τελευταία το νόημα επίσης"
- συνώνυμο:
- πρόσφατα ,
- αργά ,
- τελευταία