Translation meaning & definition of the word "lat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τελευταία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lat
[Λατ]/lɑt/
noun
1. A broad flat muscle on either side of the back
- synonym:
- latissimus dorsi ,
- lat
1. Ένας ευρύς επίπεδος μυς και στις δύο πλευρές της πλάτης
- συνώνυμο:
- λατινικό δόρσι ,
- λατινικός