Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "last" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τελευταία" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Last

[Τελευταίος]
/læst/

noun

1. The temporal end

  • The concluding time
  • "The stopping point of each round was signaled by a bell"
  • "The market was up at the finish"
  • "They were playing better at the close of the season"
    synonym:
  • stopping point
  • ,
  • finale
  • ,
  • finis
  • ,
  • finish
  • ,
  • last
  • ,
  • conclusion
  • ,
  • close

1. Το χρονικό τέλος

  • Ο τελικός χρόνος
  • "Το σημείο διακοπής κάθε γύρου σηματοδοτήθηκε από ένα κουδούνι"
  • "Η αγορά είχε ανέβει στο τέλος"
  • "Παίζουν καλύτερα στο τέλος της σεζόν"
    συνώνυμο:
  • σημείο διακοπής
  • ,
  • φινάλε
  • ,
  • φίνις
  • ,
  • τελειώνω
  • ,
  • τελευταίος
  • ,
  • συμπέρασμα
  • ,
  • κοντά

2. The last or lowest in an ordering or series

  • "He was the last to leave"
  • "He finished an inglorious last"
    synonym:
  • last

2. Το τελευταίο ή το χαμηλότερο σε μια παραγγελία ή σειρά

  • "Ήταν ο τελευταίος που έφυγε"
  • "Τελείωσε ένα αχαλίνωτο τελευταίο"
    συνώνυμο:
  • τελευταίος

3. A person's dying act

  • The final thing a person can do
  • "He breathed his last"
    synonym:
  • last

3. Η πράξη ενός ατόμου που πεθαίνει

  • Το τελευταίο πράγμα που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος
  • "Ανέπνευσε το τελευταίο"
    συνώνυμο:
  • τελευταίος

4. The time at which life ends

  • Continuing until dead
  • "She stayed until his death"
  • "A struggle to the last"
    synonym:
  • death
  • ,
  • last

4. Η στιγμή που τελειώνει η ζωή

  • Συνεχίζεται μέχρι νεκρός
  • "Παρέμεινε μέχρι το θάνατό του"
  • "Ένας αγώνας μέχρι το τελευταίο"
    συνώνυμο:
  • θάνατος
  • ,
  • τελευταίος

5. A unit of weight equal to 4,000 pounds

    synonym:
  • last

5. Μια μονάδα βάρους ίση με 4.000 λίβρες

    συνώνυμο:
  • τελευταίος

6. A unit of capacity for grain equal to 80 bushels

    synonym:
  • last

6. Μονάδα χωρητικότητας σιτηρών ίση με 80 σφήνες

    συνώνυμο:
  • τελευταίος

7. The concluding parts of an event or occurrence

  • "The end was exciting"
  • "I had to miss the last of the movie"
    synonym:
  • end
  • ,
  • last
  • ,
  • final stage

7. Τα τελικά μέρη ενός συμβάντος ή ενός περιστατικού

  • "Το τέλος ήταν συναρπαστικό"
  • "Έπρεπε να χάσω την τελευταία ταινία"
    συνώνυμο:
  • τέλος
  • ,
  • τελευταίος
  • ,
  • τελικό στάδιο

8. Holding device shaped like a human foot that is used to fashion or repair shoes

    synonym:
  • last
  • ,
  • shoemaker's last
  • ,
  • cobbler's last

8. Κρατώντας τη συσκευή σε σχήμα ανθρώπινου ποδιού που χρησιμοποιείται για τη μόδα ή την επισκευή παπουτσιών

    συνώνυμο:
  • τελευταίος
  • ,
  • ο τελευταίος του Σουαγιέρ
  • ,
  • ο τελευταίος του κόμπλερ

verb

1. Persist for a specified period of time

  • "The bad weather lasted for three days"
    synonym:
  • last
  • ,
  • endure

1. Παραμείνετε για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα

  • "Ο κακός καιρός κράτησε τρεις μέρες"
    συνώνυμο:
  • τελευταίος
  • ,
  • υπομένω

2. Continue to live through hardship or adversity

  • "We went without water and food for 3 days"
  • "These superstitions survive in the backwaters of america"
  • "The race car driver lived through several very serious accidents"
  • "How long can a person last without food and water?"
    synonym:
  • survive
  • ,
  • last
  • ,
  • live
  • ,
  • live on
  • ,
  • go
  • ,
  • endure
  • ,
  • hold up
  • ,
  • hold out

2. Συνεχίστε να ζείτε μέσα από δυσκολίες ή αντιξοότητες

  • "Πήγαμε χωρίς νερό και φαγητό για 3 ημέρες"
  • "Αυτές οι δεισιδαιμονίες επιβιώνουν στα νερά της αμερικής"
  • "Ο οδηγός του αγωνιστικού αυτοκινήτου έζησε αρκετά πολύ σοβαρά ατυχήματα"
  • "Πόσο καιρό μπορεί να διαρκέσει ένα άτομο χωρίς φαγητό και νερό?"
    συνώνυμο:
  • επιβιώνω
  • ,
  • τελευταίος
  • ,
  • ζωντανόσ
  • ,
  • ζω
  • ,
  • πηγαίνω
  • ,
  • υπομένω
  • ,
  • συγκρατώ
  • ,
  • περιφέρομαι

adjective

1. Immediately past

  • "Last thursday"
  • "The last chapter we read"
    synonym:
  • last(a)

1. Αμέσως παρελθόν

  • "Τελευταία πέμπτη"
  • "Το τελευταίο κεφάλαιο που διαβάσαμε"
    συνώνυμο:
  • τελευτα(

2. Coming after all others in time or space or degree or being the only one remaining

  • "The last time i saw paris"
  • "The last day of the month"
  • "Had the last word"
  • "Waited until the last minute"
  • "He raised his voice in a last supreme call"
  • "The last game of the season"
  • "Down to his last nickel"
    synonym:
  • last

2. Έρχονται μετά από όλους τους άλλους στο χρόνο ή το χώρο ή το βαθμό ή είναι το μόνο που απομένει

  • "Την τελευταία φορά που είδα το παρίσι"
  • "Η τελευταία μέρα του μήνα"
  • "Είχα την τελευταία λέξη"
  • "Περίμενα μέχρι την τελευταία στιγμή"
  • "Ύψωσε τη φωνή του σε ένα τελευταίο υπέρτατο κάλεσμα"
  • "Το τελευταίο παιχνίδι της σεζόν"
  • "Κάτω στο τελευταίο του νικέλιο"
    συνώνυμο:
  • τελευταίος

3. Occurring at or forming an end or termination

  • "His concluding words came as a surprise"
  • "The final chapter"
  • "The last days of the dinosaurs"
  • "Terminal leave"
    synonym:
  • concluding
  • ,
  • final
  • ,
  • last
  • ,
  • terminal

3. Εμφανίζεται ή σχηματίζει τέλος ή τερματισμό

  • "Τα συμπερασματικά λόγια του ήρθαν ως έκπληξη"
  • "Το τελευταίο κεφάλαιο"
  • "Οι τελευταίες μέρες των δεινοσαύρων"
  • "Τελική άδεια"
    συνώνυμο:
  • ολοκληρώνοντασ
  • ,
  • τελικός
  • ,
  • τελευταίος
  • ,
  • τερματικό

4. Most unlikely or unsuitable

  • "The last person we would have suspected"
  • "The last man they would have chosen for the job"
    synonym:
  • last

4. Το πιο απίθανο ή ακατάλληλο

  • "Το τελευταίο άτομο που θα υποψιαζόμασταν"
  • "Ο τελευταίος άνθρωπος που θα είχαν επιλέξει για τη δουλειά"
    συνώνυμο:
  • τελευταίος

5. Occurring at the time of death

  • "His last words"
  • "The last rites"
    synonym:
  • last

5. Συμβαίνει τη στιγμή του θανάτου

  • "Τα τελευταία του λόγια"
  • "Τελευταίες τελετές"
    συνώνυμο:
  • τελευταίος

6. Conclusive in a process or progression

  • "The final answer"
  • "A last resort"
  • "The net result"
    synonym:
  • final
  • ,
  • last
  • ,
  • net

6. Πειστική σε μια διαδικασία ή εξέλιξη

  • "Η τελική απάντηση"
  • "Τελευταία λύση"
  • "Το καθαρό αποτέλεσμα"
    συνώνυμο:
  • τελικός
  • ,
  • τελευταίος
  • ,
  • δίχτυ

7. Highest in extent or degree

  • "To the last measure of human endurance"
  • "Whether they were accomplices in the last degree or a lesser one was...to be determined individually"
    synonym:
  • last
  • ,
  • utmost

7. Υψηλότερο σε έκταση ή βαθμό

  • "Στο τελευταίο μέτρο της ανθρώπινης αντοχής"
  • "Είτε ήταν συνένοχοι στον τελευταίο βαθμό είτε μικρότεροι, προσδιορίστηκαν μεμονωμένα"
    συνώνυμο:
  • τελευταίος
  • ,
  • μέγιστοσ

8. Not to be altered or undone

  • "The judge's decision is final"
  • "The arbiter will have the last say"
    synonym:
  • final
  • ,
  • last

8. Να μην αλλάξει ή να αναιρεθεί

  • "Η απόφαση του δικαστή είναι οριστική"
  • "Ο διαιτητής θα έχει τον τελευταίο λόγο"
    συνώνυμο:
  • τελικός
  • ,
  • τελευταίος

9. Lowest in rank or importance

  • "Last prize"
  • "In last place"
    synonym:
  • last
  • ,
  • last-place
  • ,
  • lowest

9. Χαμηλότερο σε βαθμό ή σημασία

  • "Τελευταίο βραβείο"
  • "Στην τελευταία θέση"
    συνώνυμο:
  • τελευταίος
  • ,
  • τελευταία θέση
  • ,
  • χαμηλότερο

adverb

1. Most recently

  • "I saw him last in london"
    synonym:
  • last

1. Πιο πρόσφατα

  • "Τον είδα τελευταίο στο λονδίνο"
    συνώνυμο:
  • τελευταίος

2. The item at the end

  • "Last, i'll discuss family values"
    synonym:
  • last
  • ,
  • lastly
  • ,
  • in conclusion
  • ,
  • finally

2. Το προϊόν στο τέλος

  • "Τελευταία, θα συζητήσω τις οικογενειακές αξίες"
    συνώνυμο:
  • τελευταίος
  • ,
  • τέλος
  • ,
  • συμπερασματικά

Examples of using

I rolled out of bed last night.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι χθες το βράδυ.
It's taken us three weeks to fix, but at last our car runs satisfactorily.
Μας πήρε τρεις εβδομάδες για να το διορθώσουμε, αλλά επιτέλους το αυτοκίνητό μας λειτουργεί ικανοποιητικά.
It's so typical of him to bail out at the last minute.
Είναι τόσο χαρακτηριστικό για αυτόν να διασώσει την τελευταία στιγμή.