Translation meaning & definition of the word "lark" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρχαία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lark
[Λαρκ]/lɑrk/
noun
1. North american songbirds having a yellow breast
- synonym:
- meadowlark ,
- lark
1. Τα τραγουδιστικά πουλιά της βόρειας αμερικής έχουν κίτρινο στήθος
- συνώνυμο:
- λιβάδι ,
- λαρκ
2. A songbird that lives mainly on the ground in open country
- Has streaky brown plumage
- synonym:
- pipit ,
- titlark ,
- lark
2. Ένα πουλί που ζει κυρίως στο έδαφος σε ανοιχτή χώρα
- Έχει στραγγιστό καφέ φτέρωμα
- συνώνυμο:
- πιπίλ ,
- τίτλαρκ ,
- λαρκ
3. Any of numerous predominantly old world birds noted for their singing
- synonym:
- lark
3. Οποιοδήποτε από τα πολυάριθμα κυρίως πουλιά του παλαιού κόσμου σημειώθηκε για το τραγούδι τους
- συνώνυμο:
- λαρκ
4. Any carefree episode
- synonym:
- escapade ,
- lark
4. Οποιοδήποτε ανέμελο επεισόδιο
- συνώνυμο:
- απόδραση ,
- λαρκ
verb
1. Play boisterously
- "The children frolicked in the garden"
- "The gamboling lambs in the meadows"
- "The toddlers romped in the playroom"
- synonym:
- frolic ,
- lark ,
- rollick ,
- skylark ,
- disport ,
- sport ,
- cavort ,
- gambol ,
- frisk ,
- romp ,
- run around ,
- lark about
1. Παίξτε απαίσια
- "Τα παιδιά παλεύουν στον κήπο"
- "Οι αρνιά στοιχηματισμού στα λιβάδια"
- "Τα μικρά παιδιά βρωμούσαν στην αίθουσα παιχνιδιού"
- συνώνυμο:
- παγωμένοσ ,
- λαρκ ,
- ρολίζ ,
- φεγγίλαρκ ,
- αποσυνδέω ,
- αθλητισμός ,
- σπηλαιολόγοσ ,
- γκαμπόλ ,
- φιντ ,
- ανακατώνω ,
- τρέχω ,
- λαρκ για