Translation meaning & definition of the word "largo" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λαγός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Largo
[Λάργκο]/lɑrgoʊ/
noun
1. (music) a composition or passage that is to be performed in a slow and dignified manner
- synonym:
- largo
1. (μουσική) μια σύνθεση ή πέρασμα που πρέπει να εκτελείται με αργό και αξιοπρεπή τρόπο
- συνώνυμο:
- λάργκο
adjective
1. Very slow in tempo and broad in manner
- synonym:
- largo
1. Πολύ αργός στο ρυθμό και ευρύς στον τρόπο
- συνώνυμο:
- λάργκο
adverb
1. Slowly and broadly
- synonym:
- largo
1. Αργά και ευρέως
- συνώνυμο:
- λάργκο