Translation meaning & definition of the word "lard" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αργά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lard
[Λαρδί]/lɑrd/
noun
1. Soft white semisolid fat obtained by rendering the fatty tissue of the hog
- synonym:
- lard
1. Μαλακό λευκό ημιστερεό λίπος που λαμβάνεται με την απόδοση του λιπώδους ιστού του γουρούνι
- συνώνυμο:
- λαρδί
verb
1. Prepare or cook with lard
- "Lard meat"
- synonym:
- lard
1. Προετοιμάστε ή μαγειρέψτε με λαρδί
- "Αγαπημένο κρέας"
- συνώνυμο:
- λαρδί
2. Add details to
- synonym:
- embroider ,
- pad ,
- lard ,
- embellish ,
- aggrandize ,
- aggrandise ,
- blow up ,
- dramatize ,
- dramatise
2. Προσθέστε λεπτομέρειες σε
- συνώνυμο:
- κέντημα ,
- μαξιλάρι ,
- λαρδί ,
- εξωραΐζω ,
- επιδεινώνω ,
- ανατινάζω ,
- δραματοποιώ