Translation meaning & definition of the word "lap" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαλκός" στην ελληνική γλώσσα
Lap
[Χαλαρώ]noun
1. The upper side of the thighs of a seated person
- "He picked up the little girl and plopped her down in his lap"
- synonym:
- lap
1. Η άνω πλευρά των μηρών ενός καθιστού ατόμου
- "Πήρε το κοριτσάκι και την έριξε κάτω στην αγκαλιά του"
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι
2. An area of control or responsibility
- "The job fell right in my lap"
- synonym:
- lap
2. Περιοχή ελέγχου ή ευθύνης
- "Η δουλειά έπεσε ακριβώς στην αγκαλιά μου"
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι
3. The part of a piece of clothing that covers the thighs
- "His lap was covered with food stains"
- synonym:
- lap ,
- lap covering
3. Το μέρος ενός κομματιού ρούχων που καλύπτει τους μηρούς
- "Ο γύρος του ήταν καλυμμένος με λεκέδες από τρόφιμα"
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι ,
- κάλυμμα ποδιών
4. A flap that lies over another part
- "The lap of the shingles should be at least ten inches"
- synonym:
- lap ,
- overlap
4. Ένα πτερύγιο που βρίσκεται πάνω από ένα άλλο μέρος
- "Ο γύρος των ζωστήρων πρέπει να είναι τουλάχιστον δέκα ίντσες"
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι ,
- επικάλυψη
5. Movement once around a course
- "He drove an extra lap just for insurance"
- synonym:
- lap ,
- circle ,
- circuit
5. Κίνηση μία φορά γύρω από ένα μάθημα
- "Οδήγησε έναν επιπλέον γύρο μόνο για ασφάλιση"
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι ,
- κύκλος ,
- κύκλωμα
6. Touching with the tongue
- "The dog's laps were warm and wet"
- synonym:
- lick ,
- lap
6. Αγγίζοντας με τη γλώσσα
- "Οι γύροι του σκύλου ήταν ζεστοί και βρεγμένοι"
- συνώνυμο:
- γλείψιμο ,
- περιπλανώμαι
verb
1. Lie partly over or alongside of something or of one another
- synonym:
- lap
1. Ξαπλώστε εν μέρει ή μαζί με κάτι ή ο ένας με τον άλλον
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι
2. Pass the tongue over
- "The dog licked her hand"
- synonym:
- lick ,
- lap
2. Περνάω τη γλώσσα
- "Ο σκύλος της έγλειψε το χέρι"
- συνώνυμο:
- γλείψιμο ,
- περιπλανώμαι
3. Move with or cause to move with a whistling or hissing sound
- "The bubbles swoshed around in the glass"
- "The curtain swooshed open"
- synonym:
- lap ,
- swish ,
- swosh ,
- swoosh
3. Μετακινηθείτε ή προκαλέστε την κίνηση με ένα σφύριγμα ή σφυρίζοντας ήχο
- "Οι φυσαλίδες έπεσαν στο ποτήρι"
- "Η κουρτίνα άνοιξε"
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι ,
- ελώδησ ,
- αποτυγχάνω ,
- σουλτάνος
4. Take up with the tongue
- "The cat lapped up the milk"
- "The cub licked the milk from its mother's breast"
- synonym:
- lap ,
- lap up ,
- lick
4. Σήκω με τη γλώσσα
- "Η γάτα πατούσε το γάλα"
- "Το παιδί έγλειψε το γάλα από το στήθος της μητέρας του"
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι ,
- πετώ ,
- γλείψιμο
5. Wash or flow against
- "The waves laved the shore"
- synonym:
- lave ,
- lap ,
- wash
5. Πλύνετε ή να παραδώσετε
- "Τα κύματα πλαισίωσαν την ακτή"
- συνώνυμο:
- λέιβ ,
- περιπλανώμαι ,
- πλένω