Translation meaning & definition of the word "lanky" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ευγένεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lanky
[Λανκί]/læŋki/
adjective
1. Tall and thin and having long slender limbs
- "A gangling teenager"
- "A lanky kid transformed almost overnight into a handsome young man"
- synonym:
- gangling ,
- gangly ,
- lanky ,
- rangy
1. Ψηλός και λεπτός και έχοντας τα μακριά λεπτά άκρα
- "Ένας έφηβος γκάνγκστερ"
- "Ένα αδύναμο παιδί μεταμορφώθηκε σχεδόν όλη τη νύχτα σε έναν όμορφο νεαρό άνδρα"
- συνώνυμο:
- γκάνγκστερ ,
- συγγενήσ ,
- λάνκυ ,
- παλαβός
2. Tall and thin
- synonym:
- gangling ,
- gangly ,
- lanky
2. Ψηλός και λεπτός
- συνώνυμο:
- γκάνγκστερ ,
- συγγενήσ ,
- λάνκυ