Translation meaning & definition of the word "lank" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δεξαμενή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lank
[Λευκό]/læŋk/
adjective
1. Long and thin and often limp
- "Grown lank with fasting"
- "Lank mousy hair"
- synonym:
- lank
1. Μακρύ και λεπτό και συχνά χωλότητα
- "Καλόγερος με νηστεία"
- "Μουσκεμένα μαλλιά"
- συνώνυμο:
- λαγκ
2. Long and lean
- synonym:
- lank ,
- spindly
2. Μακρύς και άπαχος
- συνώνυμο:
- λαγκ ,
- απαλά