Translation meaning & definition of the word "language" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γλώσσα" στην ελληνική γλώσσα
Language
[Γλώσσα]noun
1. A systematic means of communicating by the use of sounds or conventional symbols
- "He taught foreign languages"
- "The language introduced is standard throughout the text"
- "The speed with which a program can be executed depends on the language in which it is written"
- synonym:
- language ,
- linguistic communication
1. Ένα συστηματικό μέσο επικοινωνίας με τη χρήση ήχων ή συμβατικών συμβόλων
- "Διδάσκει ξένες γλώσσες"
- "Η γλώσσα που εισάγεται είναι στάνταρ σε όλο το κείμενο"
- "Η ταχύτητα με την οποία μπορεί να εκτελεστεί ένα πρόγραμμα εξαρτάται από τη γλώσσα στην οποία είναι γραμμένο"
- συνώνυμο:
- γλώσσα ,
- γλωσσική επικοινωνία
2. (language) communication by word of mouth
- "His speech was garbled"
- "He uttered harsh language"
- "He recorded the spoken language of the streets"
- synonym:
- speech ,
- speech communication ,
- spoken communication ,
- spoken language ,
- language ,
- voice communication ,
- oral communication
2. (γλώσσα) επικοινωνία από στόμα σε στόμα
- "Η ομιλία του ήταν αλλοιωμένη"
- "Είπε σκληρή γλώσσα"
- "Ηχογράφησε την ομιλούμενη γλώσσα των δρόμων"
- συνώνυμο:
- ομιλία ,
- επικοινωνία ομιλίας ,
- ομιλούμενη επικοινωνία ,
- ομιλούμενη γλώσσα ,
- γλώσσα ,
- φωνητική επικοινωνία ,
- προφορική επικοινωνία
3. The text of a popular song or musical-comedy number
- "His compositions always started with the lyrics"
- "He wrote both words and music"
- "The song uses colloquial language"
- synonym:
- lyric ,
- words ,
- language
3. Το κείμενο ενός δημοφιλούς αριθμού τραγουδιού ή μουσικής κωμωδίας
- "Οι συνθέσεις του ξεκίνησαν πάντα με τους στίχους"
- "Έγραψε τόσο λέξεις όσο και μουσική"
- "Το τραγούδι χρησιμοποιεί την καθομιλητική γλώσσα"
- συνώνυμο:
- λυρικόσ ,
- λέξεισ ,
- γλώσσα
4. The cognitive processes involved in producing and understanding linguistic communication
- "He didn't have the language to express his feelings"
- synonym:
- linguistic process ,
- language
4. Οι γνωστικές διαδικασίες που εμπλέκονται στην παραγωγή και την κατανόηση της γλωσσικής επικοινωνίας
- "Δεν είχε τη γλώσσα να εκφράσει τα συναισθήματά του"
- συνώνυμο:
- γλωσσική διαδικασία ,
- γλώσσα
5. The mental faculty or power of vocal communication
- "Language sets homo sapiens apart from all other animals"
- synonym:
- language ,
- speech
5. Η νοητική σχολή ή η δύναμη της φωνητικής επικοινωνίας
- "Η γλώσσα θέτει ομό σαπιενς εκτός από όλα τα άλλα ζώα"
- συνώνυμο:
- γλώσσα ,
- ομιλία
6. A system of words used to name things in a particular discipline
- "Legal terminology"
- "Biological nomenclature"
- "The language of sociology"
- synonym:
- terminology ,
- nomenclature ,
- language
6. Ένα σύστημα λέξεων που χρησιμοποιείται για να ονομάσει τα πράγματα σε μια συγκεκριμένη πειθαρχία
- "Νομική ορολογία"
- "Βιολογική ονοματολογία"
- "Η γλώσσα της κοινωνιολογίας"
- συνώνυμο:
- ορολογία ,
- ονοματολογία ,
- γλώσσα