Translation meaning & definition of the word "lane" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λωρίδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lane
[Λωρίδα]/len/
noun
1. A narrow way or road
- synonym:
- lane
1. Ένας στενός δρόμος ή δρόμος
- συνώνυμο:
- λέιν
2. A well-defined track or path
- For e.g. swimmers or lines of traffic
- synonym:
- lane
2. Ένα σαφώς καθορισμένο μονοπάτι ή μονοπάτι
- Για π.χ. κολυμβητές ή γραμμές κυκλοφορίας
- συνώνυμο:
- λέιν
Examples of using
In Japan almost all roads are single lane.
Στην Ιαπωνία σχεδόν όλοι οι δρόμοι είναι μονής λωρίδας.