Translation meaning & definition of the word "landslide" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραλία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Landslide
[Κατολίσθηση]/lændslaɪd/
noun
1. An overwhelming electoral victory
- "Roosevelt defeated hoover in a landslide"
- synonym:
- landslide
1. Μια συντριπτική εκλογική νίκη
- "Ο ρούσβελτ νίκησε τον χούβερ σε μια κατολίσθηση"
- συνώνυμο:
- κατολίσθηση
2. A slide of a large mass of dirt and rock down a mountain or cliff
- synonym:
- landslide ,
- landslip
2. Μια φωτογραφική διαφάνεια από μια μεγάλη μάζα βρωμιάς και βράχου κάτω από ένα βουνό ή βράχο
- συνώνυμο:
- κατολίσθηση
Examples of using
That landslide produced a lot of misery.
Αυτή η κατολίσθηση προκάλεσε μεγάλη δυστυχία.
Traffic was blocked by a landslide.
Η κυκλοφορία εμποδίστηκε από μια κατολίσθηση.