Translation meaning & definition of the word "landlord" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συγγραφέας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Landlord
[Καταφύγιο]/lændlɔrd/
noun
1. A landowner who leases to others
- synonym:
- landlord
1. Ένας ιδιοκτήτης γης που μισθώνει σε άλλους
- συνώνυμο:
- ιδιοκτήτησ
Examples of using
Why did my sixty-year-old landlord buy a trampoline?
Γιατί ο εξήντα χρονος ιδιοκτήτης μου αγόρασε ένα τραμπολίνο?
The landlord says he wants to raise the rent.
Ο ιδιοκτήτης λέει ότι θέλει να αυξήσει το ενοίκιο.