Translation meaning & definition of the word "landline" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λαογραμμή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Landline
[Σταθερό]/lændlaɪn/
noun
1. A telephone line that travels over terrestrial circuits
- "A land line can be wire or fiber optics or microwave"
- synonym:
- land line ,
- landline
1. Μια τηλεφωνική γραμμή που ταξιδεύει πάνω από επίγεια κυκλώματα
- "Μια χερσαία γραμμή μπορεί να είναι καλώδιο ή οπτικές ίνες ή φούρνος μικροκυμάτων"
- συνώνυμο:
- χερσαία γραμμή ,
- σταθερόσ