Translation meaning & definition of the word "landing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσγείωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Landing
[Προσγείωση]/lændɪŋ/
noun
1. An intermediate platform in a staircase
- synonym:
- landing
1. Μια ενδιάμεση πλατφόρμα σε μια σκάλα
- συνώνυμο:
- προσγείωση
2. Structure providing a place where boats can land people or goods
- synonym:
- landing ,
- landing place
2. Δομή που παρέχει ένα μέρος όπου τα σκάφη μπορούν να προσγειώσουν τους ανθρώπους ή τα αγαθά
- συνώνυμο:
- προσγείωση ,
- τόπος προσγείωσης
3. The act of coming down to the earth (or other surface)
- "The plane made a smooth landing"
- "His landing on his feet was catlike"
- synonym:
- landing
3. Η πράξη της κατάβασης στη γη (ή άλλη επιφάνεια)
- "Το αεροπλάνο έκανε μια ομαλή προσγείωση"
- "Η προσγείωσή του στα πόδια του ήταν σαν γάτα"
- συνώνυμο:
- προσγείωση
4. The act of coming to land after a voyage
- synonym:
- landing
4. Η πράξη του να προσγειωθείς μετά από ένα ταξίδι
- συνώνυμο:
- προσγείωση
Examples of using
The plane made a forced landing.
Το αεροπλάνο έκανε μια αναγκαστική προσγείωση.
We will be landing in 100 minutes.
Θα προσγειωθούμε σε 100 λεπτά.
We will be landing in 15 minutes.
Θα προσγειωθούμε σε 15 λεπτά.