Translation meaning & definition of the word "lander" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πατρίδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lander
[Λάντερ]/lændər/
noun
1. A town in central wyoming
- synonym:
- Lander
1. Μια πόλη στο κέντρο του ουαϊόμινγκ
- συνώνυμο:
- Λάντερ
2. A space vehicle that is designed to land on the moon or another planet
- synonym:
- lander
2. Ένα διαστημικό όχημα που έχει σχεδιαστεί για να προσγειωθεί στο φεγγάρι ή σε άλλο πλανήτη
- συνώνυμο:
- προσγειωτήσ