Translation meaning & definition of the word "lan" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λαν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lan
[Λαν]/læn/
noun
1. A local computer network for communication between computers
- Especially a network connecting computers and word processors and other electronic office equipment to create a communication system between offices
- synonym:
- local area network ,
- LAN
1. Ένα τοπικό δίκτυο υπολογιστών για την επικοινωνία μεταξύ των υπολογιστών
- Ειδικά ένα δίκτυο που συνδέει υπολογιστές και επεξεργαστές λέξεων και άλλο ηλεκτρονικό εξοπλισμό γραφείου για να δημιουργήσει ένα σύστημα
- συνώνυμο:
- δίκτυο τοπικής περιοχής ,
- ΛΑΝ