Translation meaning & definition of the word "lamppost" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λαμπόστ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lamppost
[Λαμπότ]/læmppoʊst/
noun
1. A metal post supporting an outdoor lamp (such as a streetlight)
- synonym:
- lamppost
1. Μια μεταλλική θέση που υποστηρίζει έναν εξωτερικό λαμπτήρα (όπως ένα φως του δρόμου)
- συνώνυμο:
- λαμπρόποσ