Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "lame" into Greek language

Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ντροπή" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Lame

[Κουτσομπολεύω]
/lem/

noun

1. Someone who doesn't understand what is going on

    synonym:
  • square
  • ,
  • lame

1. Κάποιος που δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει

    συνώνυμο:
  • τετράγωνο
  • ,
  • κουτσομπολεύω

2. A fabric interwoven with threads of metal

  • "She wore a gold lame dress"
    synonym:
  • lame

2. Ένα ύφασμα συνυφασμένο με νήματα από μέταλλο

  • "Φορούσε ένα χρυσό φόρεμα"
    συνώνυμο:
  • κουτσομπολεύω

verb

1. Deprive of the use of a limb, especially a leg

  • "The accident has crippled her for life"
    synonym:
  • cripple
  • ,
  • lame

1. Στέρηση της χρήσης ενός άκρου, ειδικά ενός ποδιού

  • "Το ατύχημα την έχει παραλύσει για τη ζωή"
    συνώνυμο:
  • αναπηδώ
  • ,
  • κουτσομπολεύω

adjective

1. Pathetically lacking in force or effectiveness

  • "A feeble excuse"
  • "A lame argument"
    synonym:
  • feeble
  • ,
  • lame

1. Πατενταρισμένα λείπει η δύναμη ή η αποτελεσματικότητα

  • "Αδύναμη δικαιολογία"
  • "Ένα κουτσό επιχείρημα"
    συνώνυμο:
  • αδύναμος
  • ,
  • κουτσομπολεύω

2. Disabled in the feet or legs

  • "A crippled soldier"
  • "A game leg"
    synonym:
  • crippled
  • ,
  • halt
  • ,
  • halting
  • ,
  • lame
  • ,
  • gimpy
  • ,
  • game

2. Ανάπηρος στα πόδια ή τα πόδια

  • "Ένας ανάπηρος στρατιώτης"
  • "Πόδι παιχνιδιού"
    συνώνυμο:
  • αναποδογυρίζω
  • ,
  • σταμάτημα
  • ,
  • σταματώ
  • ,
  • κουτσομπολεύω
  • ,
  • ανατριχιαστικός
  • ,
  • παιχνίδι

Examples of using

Who's that lame boy?
Ποιος είναι αυτό το κουτσό αγόρι?
That's a lame excuse for giving up the work.
Αυτή είναι μια κουτσός δικαιολογία για να παραιτηθείτε από τη δουλειά.
I don't want to be lame, I want to be cool!!
Δεν θέλω να είμαι κουτσός, θέλω να είμαι δροσερός!!