Translation meaning & definition of the word "lagoon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "γλώσσα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lagoon
[Λιμνοθάλασσα]/ləgun/
noun
1. A body of water cut off from a larger body by a reef of sand or coral
- synonym:
- lagoon ,
- laguna ,
- lagune
1. Ένα σώμα νερού που κόβεται από ένα μεγαλύτερο σώμα από έναν ύφαλο άμμου ή κοραλλιών
- συνώνυμο:
- λιμνοθάλασσα ,
- λαγκούνα ,
- λαγκιούν