Translation meaning & definition of the word "lagging" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σημασία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lagging
[Λαγνεία]/lægɪŋ/
noun
1. Used to wrap around pipes or boilers or laid in attics to prevent loss of heat
- synonym:
- lagging
1. Χρησιμοποιείται για να τυλίξει γύρω από σωλήνες ή λέβητες ή να τοποθετηθεί σε σοφίτες για να αποτρέψει την απώλεια θερμότητας
- συνώνυμο:
- υστέρηση