Translation meaning & definition of the word "lager" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζευγάρι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lager
[Λάγκερ]/lɑgər/
noun
1. A camp defended by a circular formation of wagons
- synonym:
- laager ,
- lager
1. Ένα στρατόπεδο που υπερασπίζεται από έναν κυκλικό σχηματισμό βαγονιών
- συνώνυμο:
- λαάγκερ ,
- λάγκερ
2. A general term for beer made with bottom fermenting yeast (usually by decoction mashing)
- Originally it was brewed in march or april and matured until september
- synonym:
- lager ,
- lager beer
2. Ένας γενικός όρος για την μπύρα που γίνεται με την κατώτατη ζύμωση ζύμης (συνήθως από το αφέψημα πουρί)
- Αρχικά παρασκευάστηκε τον μάρτιο ή τον απρίλιο και ωρίμασε μέχρι τον σεπτέμβριο
- συνώνυμο:
- λάγκερ ,
- λάγκερ μπύρα