Translation meaning & definition of the word "lade" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αφιέρωμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lade
[Λαδ]/led/
verb
1. Remove with or as if with a ladle
- "Ladle the water out of the bowl"
- synonym:
- ladle ,
- lade ,
- laden
1. Αφαιρέστε με ή σαν με μια κουτάλα
- "Βγάλτε το νερό από το μπολ"
- συνώνυμο:
- κουτάλα ,
- λαντ ,
- φορτωμένοσ
2. Fill or place a load on
- "Load a car"
- "Load the truck with hay"
- synonym:
- load ,
- lade ,
- laden ,
- load up
2. Συμπληρώστε ή τοποθετήστε ένα φορτίο
- "Κατεβάστε ένα αυτοκίνητο"
- "Κατεβάστε το φορτηγό με σανό"
- συνώνυμο:
- φορτίο ,
- λαντ ,
- φορτωμένοσ ,
- φορτώνω