Translation meaning & definition of the word "lad" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεταφράστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lad
[Λαδί]/læd/
noun
1. A boy or man
- "That chap is your host"
- "There's a fellow at the door"
- "He's a likable cuss"
- "He's a good bloke"
- synonym:
- chap ,
- fellow ,
- feller ,
- fella ,
- lad ,
- gent ,
- blighter ,
- cuss ,
- bloke
1. Ένα αγόρι ή ένας άνθρωπος
- "Αυτό το παρεκκλήσι είναι ο οικοδεσπότης σας"
- "Υπάρχει ένας άνθρωπος στην πόρτα"
- "Είναι ένα συμπαθητικό μουνί"
- "Είναι ένας καλός μπλοκ"
- συνώνυμο:
- παρεκκλήσι ,
- συνάδελφοσ ,
- πέφτων ,
- φέλα ,
- παιδί ,
- ευγενήσ ,
- φωτεινότερη ,
- περίβλημα ,
- μπλουκ
2. A male child (a familiar term of address to a boy)
- synonym:
- cub ,
- lad ,
- laddie ,
- sonny ,
- sonny boy
2. Ένα αρσενικό παιδί (ένας γνωστός όρος της διεύθυνσης σε ένα αγόρι)
- συνώνυμο:
- κουτί ,
- παιδί ,
- λάντι ,
- σόνι ,
- ηχηρό αγόρι
Examples of using
I tell ya, you're in deep trouble, my lad.
Σου λέω, είσαι σε βαθιά μπελάδα, φίλε μου.