Translation meaning & definition of the word "lactose" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λακτόζη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lactose
[Λακτόζη]/læktoʊs/
noun
1. A sugar comprising one glucose molecule linked to a galactose molecule
- Occurs only in milk
- "Cow's milk contains about 4.7% lactose"
- synonym:
- lactose ,
- milk sugar
1. Μια ζάχαρη που περιλαμβάνει ένα μόριο γλυκόζης συνδεδεμένο με ένα μόριο γαλακτόζης
- Εμφανίζεται μόνο στο γάλα
- "Το αγελαδινό γάλα περιέχει περίπου 4,7% λακτόζη"
- συνώνυμο:
- λακτόζη ,
- ζάχαρη γάλακτος