Translation meaning & definition of the word "laconic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λακωνική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Laconic
[Λακωνικός]/lɑkɑnɪk/
adjective
1. Brief and to the point
- Effectively cut short
- "A crisp retort"
- "A response so curt as to be almost rude"
- "The laconic reply
- `yes'"
- "Short and terse and easy to understand"
- synonym:
- crisp ,
- curt ,
- laconic ,
- terse
1. Σύντομη και στο σημείο
- Αποτελεσματικά κόψτε το
- "Μια τραγανή ανταπόδοση"
- "Μια απάντηση τόσο περιορισμένη ώστε να είναι σχεδόν αγενής"
- "Η λακωνική απάντηση
- `ναι'"
- "Σύντομη και εύκολη στην κατανόηση"
- συνώνυμο:
- τραγανός ,
- περικόπτω ,
- λακωνικόσ ,
- τερ