Translation meaning & definition of the word "lackluster" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αστάθεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lackluster
[Ανεπαίσθητοσ]/lækləstər/
adjective
1. Lacking brilliance or vitality
- "A dull lackluster life"
- "A lusterless performance"
- synonym:
- lackluster ,
- lacklustre ,
- lusterless ,
- lustreless
1. Έλλειψη λαμπρότητας ή ζωτικότητας
- "Μια θαμπή ζωή ανεπαίσθητη"
- "Μια αστραφτερή απόδοση"
- συνώνυμο:
- ανεπαίσθητο ,
- ανεπαρκής ,
- αστραφτερόσ ,
- αλάθητοσ
2. Lacking luster or shine
- "Staring with lackluster eyes"
- "Lusterless hair"
- synonym:
- lackluster ,
- lacklustre ,
- lusterless ,
- lustreless
2. Λείπει λάμψη ή λάμψη
- "Κοιτάζοντας με λαμπερά μάτια"
- "Ασταθή μαλλιά"
- συνώνυμο:
- ανεπαίσθητο ,
- ανεπαρκής ,
- αστραφτερόσ ,
- αλάθητοσ