Translation meaning & definition of the word "lackey" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλήκτρο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lackey
[Λακκί]/læki/
noun
1. A male servant (especially a footman)
- synonym:
- lackey ,
- flunky ,
- flunkey
1. Ένας αρσενικός υπηρέτης (ειδικά ένα υποπόδιο)
- συνώνυμο:
- λάκα ,
- φλαγκ ,
- φλούνκι
2. A person who tries to please someone in order to gain a personal advantage
- synonym:
- sycophant ,
- toady ,
- crawler ,
- lackey ,
- ass-kisser
2. Ένα άτομο που προσπαθεί να ευχαριστήσει κάποιον για να αποκτήσει ένα προσωπικό πλεονέκτημα
- συνώνυμο:
- συκοφάντης ,
- τάντι ,
- ανιχνευτήσ ,
- λάκα ,
- αντιπρόσωποσ