Translation meaning & definition of the word "lacer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πιο άχαρο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lacer
[Λακανιστήσ]/lesər/
noun
1. A workman who laces shoes or footballs or books (during binding)
- synonym:
- lacer
1. Ένας εργάτης που δένει παπούτσια ή ποδόσφαιρο ή βιβλία (κατά τη διάρκεια της σύνδεσης)
- συνώνυμο:
- λάκα