Translation meaning & definition of the word "lace" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κολιέ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lace
[Δαντέλα]/les/
noun
1. A cord that is drawn through eyelets or around hooks in order to draw together two edges (as of a shoe or garment)
- synonym:
- lace ,
- lacing
1. Ένα κορδόνι που τραβιέται μέσα από τα μάτια ή γύρω από τα άγκιστρα για να σχεδιάσει μαζί δύο άκρες (α ενός παπουτσιού ή ενδυμασίας)
- συνώνυμο:
- δαντέλα ,
- δεσμίδα
2. A delicate decorative fabric woven in an open web of symmetrical patterns
- synonym:
- lace
2. Ένα λεπτό διακοσμητικό ύφασμα που υφαίνεται σε έναν ανοιχτό ιστό συμμετρικών σχεδίων
- συνώνυμο:
- δαντέλα
verb
1. Spin,wind, or twist together
- "Intertwine the ribbons"
- "Twine the threads into a rope"
- "Intertwined hearts"
- synonym:
- intertwine ,
- twine ,
- entwine ,
- enlace ,
- interlace ,
- lace
1. Περιστροφή, ανεμοδαρμένος ή συστροφή μαζί
- "Συνδέστε τις κορδέλες"
- "Κλείστε τα νήματα σε ένα σχοινί"
- "Αλληλένδετες καρδιές"
- συνώνυμο:
- αλληλοσυνδέω ,
- σπάγγο ,
- εντάσσω ,
- επιστρατεύω ,
- παρεμβάλλω ,
- δαντέλα
2. Make by braiding or interlacing
- "Lace a tablecloth"
- synonym:
- braid ,
- lace ,
- plait
2. Κάντε με πλέξιμο ή αλληλοσύνδεση
- "Κολλήστε ένα τραπεζομάντιλο"
- συνώνυμο:
- πλεξούδα ,
- δαντέλα ,
- πλατύ
3. Do lacework
- "The flemish women were lacing in front of the cathedral"
- synonym:
- lace
3. Κάνω δαντέλα
- "Οι φλαμανδές γυναίκες βρίσκονταν μπροστά από τον καθεδρικό ναό"
- συνώνυμο:
- δαντέλα
4. Draw through eyes or holes
- "Lace the shoelaces"
- synonym:
- lace ,
- lace up
4. Σχεδιάστε μέσα από τα μάτια ή τις τρύπες
- "Κολλήστε τα κορδόνια"
- συνώνυμο:
- δαντέλα ,
- παραφορτώνω
5. Add alcohol to (beverages)
- "The punch is spiked!"
- synonym:
- spike ,
- lace ,
- fortify
5. Προσθέστε αλκοόλ στα (ποτά)
- "Η γροθιά είναι ανασηκωμένη!"
- συνώνυμο:
- ακίδα ,
- δαντέλα ,
- οχυρώνω
Examples of using
Ireland is famous for lace.
Η Ιρλανδία είναι διάσημη για τη δαντέλα.