Translation meaning & definition of the word "lac" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λάκκος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lac
[Λακ]/læk/
noun
1. Resinlike substance secreted by certain lac insects
- Used in e.g. varnishes and sealing wax
- synonym:
- lac
1. Ρητινώδης ουσία που εκκρίνεται από ορισμένα έντομα λάκας
- Χρησιμοποιείται π.χ. σε βερνίκια και κερί σφράγισης
- συνώνυμο:
- λάκα