Translation meaning & definition of the word "laborer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εργάτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Laborer
[Εργάτησ]/lebərər/
noun
1. Someone who works with their hands
- Someone engaged in manual labor
- synonym:
- laborer ,
- manual laborer ,
- labourer ,
- jack
1. Κάποιος που δουλεύει με τα χέρια
- Κάποιος που ασχολείται με τη χειρωνακτική εργασία
- συνώνυμο:
- εργάτησ ,
- χειρωνακτικός εργάτης ,
- τζακ