Translation meaning & definition of the word "labored" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εργασία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Labored
[Λατρεύω]/lebərd/
adjective
1. Lacking natural ease
- "A labored style of debating"
- synonym:
- labored ,
- laboured ,
- strained
1. Λείπει η φυσική ευκολία
- "Ένα εργαστηριακό στυλ συζήτησης"
- συνώνυμο:
- εργαζόμενος ,
- εργαστηριακή ,
- τεντωμένοσ
2. Requiring or showing effort
- "Heavy breathing"
- "The subject made for labored reading"
- synonym:
- heavy ,
- labored ,
- laboured
2. Απαίτηση ή επίδειξη προσπάθειας
- "Βαριά αναπνοή"
- "Το θέμα που φτιάχτηκε για εργαστηριακή ανάγνωση"
- συνώνυμο:
- βαρύς ,
- εργαζόμενος ,
- εργαστηριακή