Translation meaning & definition of the word "laboratory" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εργαστήριο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Laboratory
[Εργαστήριο]/læbrətɔri/
noun
1. A workplace for the conduct of scientific research
- synonym:
- lab ,
- laboratory ,
- research lab ,
- research laboratory ,
- science lab ,
- science laboratory
1. Ένας χώρος εργασίας για τη διεξαγωγή της επιστημονικής έρευνας
- συνώνυμο:
- εργαστήριο ,
- ερευνητικό εργαστήριο ,
- επιστημονικό εργαστήριο ,
- εργαστήριο επιστήμης
2. A region resembling a laboratory inasmuch as it offers opportunities for observation and practice and experimentation
- "The new nation is a testing ground for socioeconomic theories"
- "Pakistan is a laboratory for studying the use of american troops to combat terrorism"
- synonym:
- testing ground ,
- laboratory
2. Μια περιοχή που μοιάζει με εργαστήριο καθώς προσφέρει ευκαιρίες για παρατήρηση, πρακτική και πειραματισμό
- "Το νέο έθνος είναι ένα πεδίο δοκιμών για τις κοινωνικοοικονομικές θεωρίες"
- "Το πακιστάν είναι ένα εργαστήριο για τη μελέτη της χρήσης των αμερικανικών στρατευμάτων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας"
- συνώνυμο:
- δοκιμή του εδάφους ,
- εργαστήριο
Examples of using
The laboratory is busy now on a new scientific experiment.
Το εργαστήριο είναι απασχολημένο τώρα σε ένα νέο επιστημονικό πείραμα.
The laboratory is experimenting with a new chemical.
Το εργαστήριο πειραματίζεται με μια νέα χημική ουσία.
The physics laboratory has the best apparatus I've ever seen.
Το εργαστήριο φυσικής έχει την καλύτερη συσκευή που έχω δει ποτέ.