Translation meaning & definition of the word "labor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εργασία" στην ελληνική γλώσσα
Labor
[Εργασία]noun
1. A social class comprising those who do manual labor or work for wages
- "There is a shortage of skilled labor in this field"
- synonym:
- labor ,
- labour ,
- working class ,
- proletariat
1. Μια κοινωνική τάξη που περιλαμβάνει εκείνους που κάνουν χειρωνακτική εργασία ή εργάζονται για μισθούς
- "Υπάρχει έλλειψη ειδικευμένης εργασίας σε αυτόν τον τομέα"
- συνώνυμο:
- εργασία ,
- εργατική τάξη ,
- προλεταριάτο
2. Productive work (especially physical work done for wages)
- "His labor did not require a great deal of skill"
- synonym:
- labor ,
- labour ,
- toil
2. Παραγωγική εργασία (ειδικά σωματική εργασία για τους μισθούς)
- "Η εργασία του δεν απαιτούσε πολλές ικανότητες"
- συνώνυμο:
- εργασία ,
- πειράζω
3. Concluding state of pregnancy
- From the onset of contractions to the birth of a child
- "She was in labor for six hours"
- synonym:
- parturiency ,
- labor ,
- labour ,
- confinement ,
- lying-in ,
- travail ,
- childbed
3. Τελική κατάσταση εγκυμοσύνης
- Από την έναρξη των συσπάσεων μέχρι τη γέννηση ενός παιδιού
- "Ήταν στην εργασία για έξι ώρες"
- συνώνυμο:
- παρτεντότητα ,
- εργασία ,
- περιορισμός ,
- λινάτσα ,
- τραβέρσα ,
- παιδικό κρεβάτι
4. An organized attempt by workers to improve their status by united action (particularly via labor unions) or the leaders of this movement
- synonym:
- labor movement ,
- trade union movement ,
- labor
4. Μια οργανωμένη προσπάθεια των εργαζομένων να βελτιώσουν το καθεστώς τους με ενωμένη δράση (ειδικά μέσω εργατικών συνδικάτων) ή ηγετών
- συνώνυμο:
- εργατικό κίνημα ,
- συνδικαλιστικό κίνημα ,
- εργασία
5. A political party formed in great britain in 1900
- Characterized by the promotion of labor's interests and formerly the socialization of key industries
- synonym:
- British Labour Party ,
- Labour Party ,
- Labour ,
- Labor
5. Ένα πολιτικό κόμμα ιδρύθηκε στη μεγάλη βρετανία το 1900
- Χαρακτηρίζεται από την προώθηση των συμφερόντων της εργασίας και πρώην την κοινωνικοποίηση των βασικών βιομηχανιών
- συνώνυμο:
- Βρετανικό Εργατικό Κόμμα ,
- Εργατικό Κόμμα ,
- Εργασία
6. The federal department responsible for promoting the working conditions of wage earners in the united states
- Created in 1913
- synonym:
- Department of Labor ,
- Labor Department ,
- Labor ,
- DoL
6. Το ομοσπονδιακό τμήμα που είναι αρμόδιο για την προώθηση των συνθηκών εργασίας των μισθωτών στις ηνωμένες πολιτείες
- Δημιουργήθηκε το 1913
- συνώνυμο:
- Τμήμα Εργασίας ,
- Εργασία ,
- ΝΤΟΛ
7. Any piece of work that is undertaken or attempted
- "He prepared for great undertakings"
- synonym:
- undertaking ,
- project ,
- task ,
- labor
7. Κάθε έργο που αναλαμβάνεται ή επιχειρείται
- "Προετοιμασμένος για μεγάλες επιχειρήσεις"
- συνώνυμο:
- επιχείρηση ,
- έργο ,
- εργασία
verb
1. Strive and make an effort to reach a goal
- "She tugged for years to make a decent living"
- "We have to push a little to make the deadline!"
- "She is driving away at her doctoral thesis"
- synonym:
- tug ,
- labor ,
- labour ,
- push ,
- drive
1. Προσπαθήστε και κάντε μια προσπάθεια να επιτευχθεί ένας στόχος
- "Τραβήχτηκε για χρόνια για να κάνει μια αξιοπρεπή ζωή"
- "Πρέπει να πιέσουμε λίγο για να καταστήσουμε την προθεσμία!"
- "Απομακρύνεται από τη διδακτορική της διατριβή"
- συνώνυμο:
- ρυμουλκώ ,
- εργασία ,
- ώθηση ,
- οδηγώ
2. Work hard
- "She was digging away at her math homework"
- "Lexicographers drudge all day long"
- synonym:
- labor ,
- labour ,
- toil ,
- fag ,
- travail ,
- grind ,
- drudge ,
- dig ,
- moil
2. Δουλεύω σκληρά
- "Έσκαφε τα μαθηματικά της εργασίας"
- "Οι λεξικογράφοι παρασύρονται όλη μέρα"
- συνώνυμο:
- εργασία ,
- πειράζω ,
- αναθυμιάσεισ ,
- τραβέρσα ,
- αλείφω ,
- παρασυρόμενοσ ,
- σκάβω ,
- παρακινώ
3. Undergo the efforts of childbirth
- synonym:
- labor ,
- labour
3. Υποβάλλονται στις προσπάθειες του τοκετού
- συνώνυμο:
- εργασία