Translation meaning & definition of the word "label" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ετικέτα" στην ελληνική γλώσσα
Label
[Ετικέτα]noun
1. A brief description given for purposes of identification
- "The label modern is applied to many different kinds of architecture"
- synonym:
- label
1. Σύντομη περιγραφή που παρέχεται για σκοπούς αναγνώρισης
- "Η σύγχρονη ετικέτα εφαρμόζεται σε πολλά διαφορετικά είδη αρχιτεκτονικής"
- συνώνυμο:
- ετικέτα
2. Trade name of a company that produces musical recordings
- "The artists and repertoire department of a recording label is responsible for finding new talent"
- synonym:
- label ,
- recording label
2. Εμπορική ονομασία μιας εταιρείας που παράγει μουσικές ηχογραφήσεις
- "Το τμήμα καλλιτεχνών και ρεπερτορίου μιας ετικέτας ηχογράφησης είναι υπεύθυνο για την εξεύρεση νέου ταλέντου"
- συνώνυμο:
- ετικέτα ,
- ετικέτα καταγραφής
3. A radioactive isotope that is used in a compound in order to trace the mechanism of a chemical reaction
- synonym:
- label
3. Ένα ραδιενεργό ισότοπο που χρησιμοποιείται σε μια ένωση για να εντοπίσει το μηχανισμό μιας χημικής αντίδρασης
- συνώνυμο:
- ετικέτα
4. An identifying or descriptive marker that is attached to an object
- synonym:
- label
4. Ένας αναγνωριστικός ή περιγραφικός δείκτης που είναι συνδεδεμένος με ένα αντικείμενο
- συνώνυμο:
- ετικέτα
verb
1. Assign a label to
- Designate with a label
- "These students were labelled `learning disabled'"
- synonym:
- label
1. Αντιστοιχίστε μια ετικέτα σε
- Ορίστε με μια ετικέτα
- "Αυτοί οι μαθητές επισημάνθηκαν `μαθαίνοντας άτομα με ειδικές ανάγκες'"
- συνώνυμο:
- ετικέτα
2. Attach a tag or label to
- "Label these bottles"
- synonym:
- tag ,
- label ,
- mark
2. Επισυνάψτε μια ετικέτα ή ετικέτα σε
- "Ετικέτα αυτά τα μπουκάλια"
- συνώνυμο:
- ετικέτα ,
- σηματοδοτώ
3. Pronounce judgment on
- "They labeled him unfit to work here"
- synonym:
- pronounce ,
- label ,
- judge
3. Εκφράζω κρίση
- "Τον χαρακτήρισαν ακατάλληλο να εργαστεί εδώ"
- συνώνυμο:
- προφέρω ,
- ετικέτα ,
- δικαστής
4. Distinguish (as a compound or molecule) by introducing a labeled atom
- synonym:
- label
4. Διακρίνετε (α μια ένωση ή ένα μόριο) εισάγοντας ένα επισημασμένο άτομο
- συνώνυμο:
- ετικέτα
5. Distinguish (an element or atom) by using a radioactive isotope or an isotope of unusual mass for tracing through chemical reactions
- synonym:
- label
5. Διακρίνετε το (ανικό στοιχείο ή το άτομο) με τη χρήση ραδιενεργού ισοτόπου ή ισοτόπου ασυνήθιστης μάζας για τον εντοπισμό μέσω χημικών αντιδράσεων
- συνώνυμο:
- ετικέτα