Translation meaning & definition of the word "lab" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εργασία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Lab
[Εργαστήριο]/læb/
noun
1. A workplace for the conduct of scientific research
- synonym:
- lab ,
- laboratory ,
- research lab ,
- research laboratory ,
- science lab ,
- science laboratory
1. Ένας χώρος εργασίας για τη διεξαγωγή της επιστημονικής έρευνας
- συνώνυμο:
- εργαστήριο ,
- ερευνητικό εργαστήριο ,
- επιστημονικό εργαστήριο ,
- εργαστήριο επιστήμης
Examples of using
He runs off to the lab every half hour.
Πηγαίνει στο εργαστήριο κάθε μισή ώρα.
He works in the lab.
Εργάζεται στο εργαστήριο.
May we use the language lab?
Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το εργαστήριο γλώσσας?