Translation meaning & definition of the word "kraft" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κραφτ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Kraft
[Κραφτ]/kræft/
noun
1. Strong wrapping paper made from pulp processed with a sulfur solution
- synonym:
- kraft ,
- kraft paper
1. Ισχυρό χαρτί περιτυλίγματος από πολτό που υποβάλλεται σε επεξεργασία με διάλυμα θείου
- συνώνυμο:
- κραφτ ,
- χαρτί Κραφτ